- ὄχθαι
- ὄχθηany heightfem nom/voc plὄχθᾱͅ , ὄχθηany heightfem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὄχθᾳ — ὄχθαι , ὄχθη any height fem nom/voc pl ὄχθᾱͅ , ὄχθη any height fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχερωίς — ἀχερωΐς ( ίδος), η (Α) 1. η λεύκα 2. φρ. «Ἀχερωΐδες ὄχθαι» οι όχθες του Αχέροντος της Μικράς Ασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παράγωγο ενός θ. αχερω (ή αχερωσ ή αχερωF ) με επίθημα ις. Από τους αρχαίους θεωρήθηκε, ίσως παρετυμολογικά, παράγωγο του Αχέρων… … Dictionary of Greek
σχοινώδης — ῶδες, Α [σχοῑνος] 1. (για τόπο) πλήρης, κατάφυτος με σχοίνους («σχοινώδεις ὄχθαι», Νικ. Αλεξ.) 2. συνεστραμμένος σαν σχοινί («σχοινώδεις ῥάβδοι», Διοσκ.) … Dictionary of Greek
όχθη — η (Α ὄχθη) 1. το εξέχον τμήμα ξηράς κοντά στην επιφάνεια τών νερών ποταμού ή λίμνης 2. παραλία, ακτή, ακρογιαλιά αρχ. 1. κάθε ύψωμα γης τεχνητό ή φυσικό, πρόχωμα, σώρευμα ανασκαμμένης γης 2. (στον πληθ. και συν. με τη λ. ποταμός) αἱ ὄχθαι α)… … Dictionary of Greek